- ονυχωτή
- ηεργαλείο με διατομή κοπής σχήματος νυχιού το οποίο χρησιμοποιείται από τους ξυλουργούς για τη διάνοιξη αυλακώσεων στο ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αμάρτυρου επιθ. *ονυχωτός (< ονυχώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρέλα — η 1. ναυτ. είδος σκεύους, το πολύσπαστο 2. συμβολή δύο ξύλων (α. «παρέλα με δόντι» οδοντωτή συμβολή β. «παρέλα με σφήνα» ονυχωτή συμβολή γ. «παρέλα μισό με μισό» ισότιμη συμβολή). [ΕΤΥΜΟΛ. λ. ιταλικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek